Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Η αυτοβιογραφία μου, -ίσως και όχι.

  • Παρουσιάζομαι ως Δανάη. Πάντα ήθελα να έχω αυτό το όνομα. Ίσως αν κάνω ποτέ κόρη να της το δώσω.
  • Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε μία μεγάλη πόλη της Ελλάδας, σε 2 χρόνια από τώρα θα ήθελα να βρίσκομαι στο Πόρτο Ρίκο, στον Καναδά ή στην Αυστραλία.
  • Με λένε συχνά τρελοκόριτσο, καθώς αστειεύομαι με κάθε δυσάρεστη κατάσταση και δυσανασχετώ για πολλά στην καθημερινότητα μου, που για τους άλλους είναι σημαντικά.
  • Είμαι συχνά κυνική, μιλάω αρκετά όταν έχω όρεξη, και όταν δεν είμαι στα καλά μου έχω απαραίτητα νεύρα, μου έμειναν από την εφηβεία κουσούρι.
  • Φοιτήτρια έμαθα να μην φοβάμαι τη ζωή και τους ανθρώπους. Εύχομαι να μην ξαναφοβηθώ ποτέ.
  • Αντιδράω πολύ και έντονα, δεν έχω τρόπο να πω αυτό που θέλω, μα αν είσαι σημαντικός για τη ζωή μου θα στο πω με όποιο τίμημα. Αν δεν έχουμε παρεξηγηθεί ποτέ, να ξέρεις, δεν ήσουν ποτέ αληθινός μου φίλος.
  • Μία καθηγήτρια μου στο λύκειο με ονόμασε αντισυμβατική, στην αρχή γέλασα, τώρα νομίζω πως συνεχίζω και είμαι.
  • Υπάρχει κάποιος σ' αυτό τον πλανήτη που θα έμπαινα μπροστά του σε ένα όπλο, και θα άφηνα τη σφαίρα να χτυπήσει εμένα αντί γι' αυτόν. Σε τρία χρόνια από τώρα θα ήθελα να το επιβεβαιώσω.
  • Βιώνω πολύ έντονα συναισθήματα, υπήρξαν στιγμές που ένιωθα πως με είχε τρελάνει ο έρωτας. Μάλιστα έψαχνα και συμπτώματα τρέλας ή κατάθλιψης στο διαδίκτυο.
  • Η ζωή δε σταματάει ποτέ να μου δείχνει πόση φαντασία διαθέτει. Την εμπιστεύομαι. Απόλυτα.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ήθελα μόνο να χορέψω.


Θυμάμαι μόνο πως έτρεχα. Έτρεχα με ιλιγγιώδη ταχύτητα σαν να με κυνηγούσε κάποιος.
Θυμάμαι πως έκλαιγα, έκλαιγα τόσο πολύ που είμαι σίγουρη πως οι περαστικοί άκουγαν την ανάσα μου κι ένιωθαν την απόγνωση μου.
Στην αρχή ένιωθα σαν κάποιος να με κυνηγάει, τελικά κατάλαβα πως τρέχοντας προσπαθούσα μάταια να ξεφύγω από εμένα. Με είχα βάλει στη γωνία και με χτυπούσα με το μαστίγιο, πόσο με πλήγωσε ο εαυτός μου, πόσο δεν κατάφερα να σταθώ στο ύψος μου. Αδυνατούσα να χειριστώ τη συμπεριφορά μου, δεν ήμουν εγώ αυτή, δεν ήθελα να είμαι εγώ. Σα να είχα φορέσει ωτοασπίδες, η φωνή όλων ήταν φασαρία. Εγώ. Μόνο εγώ. Τιποτένιοι οι άλλοι. Εγώ η σημαντική, η τέλεια, ο ξερόλας ... η ηλίθια! Μα πόσο ηλίθια.
Ήθελα να πέσω κάτω και να κλάψω. Να κλάψω γοερά. Να κλάψω για τα λάθη μου που κάθε τόσο πληρώνω. Να κλάψω για τη βλακεία που με δέρνει από την κούνια. Για την άτακτη καρδιά μου που κανέναν δεν ακούει, πάντα απρόσεκτη, πάντα χαζή.

Ήθελα να κλάψω για τον ανάπηρο κύριο που κανένα χέρι βοήθειας δεν είχε καθώς έμπαινε στο λεωφορείο. Ούτε το δικό μου. Γιατί δεν του το έδωσα; Τι με κράτησε; Πάντα έτσι ήμουν;
Ήθελα να κλάψω για τον άστεγο που προσπέρασα. Να κλάψω για όλα όσα έχεις εσύ, μα όχι εγώ. Για όλα όσα έχω εγώ, μα όχι εσύ. Να κλάψω για την κυρία που μάλωσε στην τράπεζα και τον κύριο που μάλωσε στη λαική. Ήθελα να κλάψω για την αδιαφορία όλων μας, για την αγένεια μας, για τη δική μου γενιά, κι ύστερα για τη δική σου.

Ήθελα μόνο να κλάψω. Για τη ζωή που δε μου χαρίστηκε. Για όλα όσα απέκτησα με κόπο. Για όλα όσα αφιέρωσα χρόνο και χρήμα μα απέτυχα παταγωδώς. Ήθελα να κλάψω για τις νύχτες μου. Αυτές που νιώθω ότι είναι στοιχειωμένες με πρόσωπα που θέλω να ξεχάσω. Ήθελα να κλάψω για το παρελθόν μου. Για το παρόν μου. Για το μέλλον αυτό που τόσο φοβάμαι. Για το χρόνο μου που πια πήγε περίπατο και δεν έχω την πολυτέλεια να τον σπαταλώ από 'δω κι από 'κει. Ήθελα να κλάψω για τις εποχές που αλλάζουν κι εγώ περιμένω να φανείς.
Ήθελα μόνο να κλάψω. Για εμένα.
Για εσένα.



Αντί γι' αυτό έτρεξα στο σπίτι και μουτζουρώθηκα με το κόκκινο κραγιόν μου.
Λίγο στα χείλη, τρεις άτσαλες γραμμές στο ένα μάγουλο, δύο στο άλλο -μη μείνει παραπονεμένο.
Κι άρχισα να χορεύω με το ταβάνι να σείεται από τη μουσική.
Ήθελα μόνο να χορέψω, τελικά.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Δεν έχω χρόνο γι' άλλο πόνο

[ Θέλω να έρθεις. Να με φιλήσεις στη μύτη κι ύστερα στο μέτωπο. Να μου χαιδέψεις τα μαλλιά και να μας πάρει ο ύπνος αγκαλιά. ]

Τίποτα ρε δεν θέλω ξανά από εσένα, Ούτε να σε δω, ούτε να έρθεις στα όνειρά μου, ούτε να ξανακούσω από τα χείλη σου πόσο μ' αγαπάς. Καταντήσαμε γελοίοι μετά τις αλλεπάλληλες σαπουνόπερες που ρίξαμε. Θέλω τώρα να πας στην άκρη της Γης, κάπου που να είσαι πολύ μακριά από το δικό μου μικρόκοσμο. Να μην υπάρχει τεχνολογία, να προσπαθώ να σε ψάχνω και να μη σε βρίσκω πουθενά. Δεν θέλω να ξέρω πότε γελάς, πότε κλαις, πότε πονάς, πότε πλησιάζεις την ευτυχία, πότε σε πιάνουν οι γνωστές καταθλίψεις σου.
Δεν θέλω να έρθεις ποτέ ξανά ούτε σε ακτίνα χιλιομέτρου. Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Βαρέθηκα να σε σκέφτομαι, να πονάω για 'σενα, να κλαίω για 'σενα, να παριστάνω τον καραγκιόζη για 'σενα, να κάνω υπομονή για 'σενα, να αντέχω για 'σενα. Βαρέθηκα το άρωμα σου, βαρέθηκα να βλέπω τα ρούχα σου, βαρέθηκα να φιλάω τα χείλη σου, βαρέθηκα τον βαρετό εαυτό σου. Ναι, υπήρξες αφόρητα μονόχνοτος.
Θέλω να γλιτώσω από τις βαρετές Παρασκευές, τα ανιαρά Σαββατόβραδα και τις όλο μελαγχολία Κυριακές. Δεν θέλω άλλο το δικό σου βόλεμα, τα δικά σου ωράρια, τις δικές σου κάβλες, δεν θέλω εσένα. Δεν θέλω να σε υπομένω και να πιέζω τα θέλω μου για 'σενα. Φτάνει. Κουράστηκα. Με εξόντωσες.
Θέλω να 'ρθει η στιγμή που δεν θα σου μοιάζει κανένας, που θ' ακούω το όνομα σου και δεν θα ταράζομαι. Που θα είσαι κάτι μακρινό, σχεδόν ξεχασμένο λες κι υπήρξες σ' άλλη εποχή.

Δύο εκρηκτικοί μηχανισμοί που ήταν πάντα έτοιμοι να εκραγούν. Αυτό ήμασταν. Ο ερωτάς μας γεννήθηκε για να πεθάνει. Καταδικασμένος για πάντα. Άξιος που σ' ερωτεύτηκα μέχρι τρέλας, δε λέω, αλλά τώρα καιρός να κάνεις στην μπάντα και να μ' αφήσεις να θυμηθώ ποια ήμουν πριν εισβάλεις απρόσκλητος στην τότε υπέροχη - δίχως σκοτούρες ζωή μου.


Βαρέθηκα ρε μαλάκα. Μην κοιτάς που όση ώρα τα γράφω κλαίω. Είναι μόνο γιατί δεν έχω άλλη αντοχή για 'σένα.

Σε κάποια άλλη ζωή θα βγω γυμνή στο μπαλκόνι και θα φωνάζω πως σε ξεπέρασα με όλη μου τη δύναμη.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Μικρή πατρίδα.

Το φεγγάρι δεν το είδα. Το φεγγάρι στη μικρή μας πατρίδα το απέφυγα.
Ο ουρανός τη νύχτα, μαζί με το φεγγάρι δημιουργούν θύμησες που δεν μπορώ να διαχειριστώ.
Απόψε όμως είτε έτσι είτε αλλιώς δεν ξέφυγα από αυτές.
 Ήρθες εσύ στο όνειρο μου και πάγωσαν όλα.
Ακυρώθηκαν οι πτήσεις των αεροπλάνων, οι δρόμοι έκλεισαν, ο κόσμος κλείστηκε στο σπίτι του.



Απόψε λείπει ένα φιλί σου. Ένα φιλί σου, σαν τα παλιά εκείνα τα γνώριμα.
Να μας πάει από τα σκατά στο ρετιρέ και να θαυμάσουμε την πόλη σα να 'ταν Χριστούγεννα.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Η αγάπη άργησε μια μέρα.

Περιμένοντας καρτερικά και ψιθυρίζοντας λόγια γεμάτα παράπονο.
Απεγνωσμένες προσπάθειες επαφής και άσκοπες υποσχέσεις.
Υποσχέσεις που χάθηκαν στο άπειρο.

Είναι εύκολο να επιστρέφεις, να αναχωρείς, να έρχεσαι πάλι;
Επέστρεψα κι έφυγα πάλι. Θα ξαναφύγω για ακόμη μία φορά.
Θα ξαναφεύγω πάντα.
Προσαρμοστικά ζώα οι άνθρωποι. Σωστά;
Θα ξαναφύγω όσο ο ήλιος θα ανατέλλει.
Θα παίρνω πλοία και βαπόρια -  αεροπλάνα κι ελικόπτερα.
Θα φεύγω πάντα για μέρη καινούρια, για ανθρώπους ξένους.
Τότε ο χρόνος θα κυλάει πιο γρήγορα.
Η ζωή θα έχει νόημα και πια τίποτα δεν θα χάνεται στη σκόνη.

-----------------------------

Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες;
Εμένα όχι.
Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες.
Αυτές που δύσκολα βγαίνεις αλώβητος.
Μα βγαίνεις.
Πάντα.

-----------------------------

Μια ιστορία στο ριπίτ.
Μια ιστορία που έχει αρχή, μέση και τέλος.
ΤΕΛΟΣ. - δες, πια δε φοβάμαι να το ξεστομίσω, η μικρή μεγάλωσε! -




[Μην κλαις. Κλαίνε μόνο όσοι ελπίζουν. Εμείς πεθάναμε.
Μην κλαις. Κάντο τουλάχιστον για τη μάσκαρα σου.]