Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο μόνιμος κάτοικος της καρδιάς μου

Πάνε τόσοι μήνες από εκείνη την Παρασκευή. Τόσες ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα που έχω να δω τα μάτια σου. Τόσα εικοσιτετράωρα που έχω να μυρίσω το άρωμά σου και να νιώσω το σώμα σου. Αν ενδιαφέρεσαι ακόμα να μάθεις, δεν έχω απεξαρτηθεί από σένα ούτε στο ελάχιστο. Άλλαξα παρέες, στέκια, συνήθειες, αλλά εσύ εκεί, πεισματάρης, μόνιμος κάτοικος στην καρδιά μου. Τόσα ατελείωτα εικοσιτετράωρα που έχω να μυρίσω το άρωμά σου και να νιώσω το σώμα σου, που μοιάζουν με αιώνα. Περπατώ και μυρίζω την κολώνια σου στους περαστικούς και μου κόβονται τα πόδια μόνο στην ιδέα πως ίσως είσαι εσύ.  Έμαθα όμως να μη σε ψάχνω ή τουλάχιστον όχι τόσο πολύ όσο συνήθιζα.
Τόσο καιρό, σ' εχω μισήσει, σ' έχω ερωτευτεί ξανά από την αρχή, σ' έχω απομυθοποιήσει, μα ποτέ δεν κατάφερα να ψιθυρισω πως δε σ' αγαπώ πια ή πως σ' έχω ξεχάσει.

Κλείνω τα μάτια και σε ακούω να φωνάζεις το όνομά μου. Έμοιαζε πάντα τόσο ασφαλές στα χείλη σου γαμώτο. Τίποτα δε λείπει περισσότερο από τους δυο μας στο σπίτι σου. Κάναμε όλο τον κόσμο να φαντάζει μικρός και τιποτένιος. Ζούσα για τα εκείνα τα βράδια, Θεέ μου τόση ευτυχία. Για τα γλυκόλογα κι εκείνη την ερωτική εξομολόγηση τα χαράματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Κι εκείνος ο ύπνος που με έπαιρνε πάντα στο στήθος σου τα ξημερώματα αφού τα σώματά μας πάλλονταν για ώρες. Μα τελικά, ήμασταν τόσο μικροί εμείς και ο έρωτας μας τόσο μεγάλος. Τόσο όσο και τα όνειρα που κάναμε αγκαλιά. Κι όταν αυτές οι στιγμές ξυπνούν και τις θυμάμαι από το πουθενά νιώθω τόσο ευάλωτη και γυμνή που δεν αντέχω τον πόνο που μου προκαλεί η θύμησή σου.
Είσαι η εύκολη σκέψη τα βράδια. Όταν τα φώτα σβήσουν ξέρω ακριβώς σε ποιο γνώριμο μέρος θα κατευθυνθώ. Κι όταν δεν θα είμαι καλά για άσχετο λόγο, θα σε φανταστώ να με παρηγορείς. Να μου χαιδεύεις τα μαλλιά και να με κοιτάς με αυτό το μοναδικό, δικό σου τρόπο και να με κάνεις να νιώθω το πιο ξεχωριστό πλάσμα στον κόσμο ολάκερο.
Έχει και δυο μήνες που το δαχτυλίδι που μου πήρες, διαλύθηκε, έφυγε το σκοινάκι και οι χάντρες. Όπως διαλυθήκαμε κι εμείς. Στην αρχή λυπήθηκα μα μετά χάρηκα που πια δεν θα μπορώ να το φοράω, οπότε δεν θα αποτελεί αφορμή για να σε θυμηθώ. Μια βόλτα όμως και βρήκα ένα που μοιάζει τόσο στο δικό σου. Δεν αντιστάθηκα, το αγόρασα.
Τελευταία σε βρίσκω παντού. Στα τραγούδια που δεν ακούσαμε ποτέ παρέα, στα σοκάκια που δεν περπατήσαμε, στα κοκτέιλ που δε γευτήκαμε. Τρυπώνεις στα πιο άσχετα μέρη και δηλητηριάζεις την κάθε όμορφη στιγμή μου. Δεν υπάρχει τίποτα που να αντικαθιστά την απουσία σου. Ούτε καν αυτό το ζουμερό καλοκαίρι που μοιάζει να τα έχει όλα. Μα δεν τα έχει γιατί εσύ είσαι απανταχού απών.
Εσύ; Εσύ δεν ξέρω αν με σκέφτεσαι και αν σου λείπω το ίδιο. Έπαψα εδώ και καιρό να σε ψάχνω, έτσι κι αλλιώς πουθενά δεν θα σε βρω κι αν κάποτε σε βρω φοβάμαι μην τύχει και σε δω σε άλλη αγκαλιά. Έμαθα μόνο να αρκούμαι στην θύμησή σου κι ελπίζω στη μέρα που θα κουραστώ να μας αναπολώ και θα πάω παρακάτω στ' αλήθεια. Στην μέρα εκείνη που θα πάψεις να αποτελείς την καλημέρα και την καληνύχτα μου. Στην μέρα εκείνη που δεν θα χρειαστεί να ανατρέξω στα παλιά για να νιώσω ζωντανή.


Θέλω να τρέξεις και να με αγκαλιάσεις σα να μην πέρασε μια μέρα.
Να γευτώ τα χείλη σου, να νιώσω το σώμα σου να αναστενάζει μόνο για 'μενα.
Να γίνεις το αγαπημένο μου τραγούδι και να υπάρχεις στις πιο όμορφές μου μέρες.
Αν δεν μπορείς φύγε από μέσα μου, πάψε να με ταλαιπωρείς ενώ δεν θα 'ρθεις ξανά.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Την θάλασσα ουδείς τη νίκησε


Καλοκαίρι ήταν και τότε. Όταν κολυμπούσα στο βυθό και νόμιζα πως ανέπνεα. Όταν με βύθιζες στον πάτο και νόμιζα πως το έκανες για παιχνίδι. Καλοκαίρι και τώρα που μετρώ τ' αστέρια. Ψάχνω να βρω το πιο φωτεινό να σε παρομοιάσω. Κι ύστερα θυμώνω που έχει περάσει τόσος καιρός και τριγυρνώ στην ίδια θάλασσα. Κολυμπώ στα ίδια νερά και βουτώ αυτή τη φορά μόνη στον πάτο της θάλασσας ψάχνοντάς σε κι ελπίζοντας να μη σε βρω ποτέ. Και θυμάμαι. Να μπορούσε κάπως μαγικά να αφαιρεθεί αυτή μου η ικανότητα. Τα φιλιά εκείνα που μου προσέφεραν μια στιγμιαία ευφορία που ευθύς αμέσως έγινε βαθιά θλίψη.

Κι ύστερα σταμάτησα να κολυμπώ και να βουτώ στο βυθό, όχι γιατί κουράστηκα αλλά γιατί έπρεπε. Κι αυτόν που με περίμενε στην ακτή, τον άφησα να δει τις πληγές του σώματός μου, να σκαλίσει λίγο την ψυχή μου και να βγάλει ό,τι σάπιο διαθέτει. Και δόθηκα ξανά, στ' αλήθεια. Κι άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να ενθουσιαστεί και να νιώσει πάλι πεταλούδες στο στομάχι. Του χρωστούσα του εαυτού μου λίγη ηδονή και πρόσκαιρη ευτυχία.
Έσπασα το κοντέρ της καρδιάς μου, το σύνθλιψα με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτός ή εκείνος; Τα έκαψα όλα πανηγυρικά, στάχτη και μπούρμπερι. Εκείνο το βράδυ βγήκα απ' τον τάφο που είχα μπει ζωντανή κι αποφάσισα να την δω αλλιώς. Αλλιώς με όλους εκτός από έναν. Βλέπεις, δεν γίνεται να προδώσεις την θάλασσα, αυτή έχει μια δύναμη που σε νικά πάντα. Αυτή και τα καλοκαίρια.

Κι έτσι το τέλος μιας ιστορίας, έγινε αρχή.